"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ"

Άρθρα και απόψεις

  

 

Αρχείο

 

 

 

 

 

 

Τελευταία ενημέρωση

03 Οκτωβρίου, 2002


FORUM

Ελάτε να τα πούμε


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΟ ΝΑΔΙΡ ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Kάθετη πτώση και καταποντισμός είναι οι λέξεις που μπορούν να περιγράψουν την εξέλιξη της αξίας των άμεσων ξένων επενδύσεων το 2001. Τόσο οι εισροές όσο και οι εκροές των διεθνών επενδύσεων μειώθηκαν, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, κατά 51% και 55% αντίστοιχα, φτάνοντας τα 735 και 621 δισ. δολάρια, αγγίζοντας έτσι τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 90.

Η πρωτοφανής αυτή μείωση, που σε τέτοιο ποσοστό είχε παρατηρηθεί μόνο τριάντα χρόνια πριν, στο απόγειο της κρίσης των αρχών της δεκαετίας του 70, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της ύφεσης που έπληξε αρχικά τις ΗΠΑ και στη συνέχεια όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες το 2000.

Οικονομικά κραχ, εξαγορές, συγχωνεύσεις, καταρρεύσεις κολοσσών. Η αγιάτρευτη οικονομική κρίση του καπιταλισμού

 Γεγονός που βεβαιώνεται αν δούμε την λίγο πολύ ανάλογη συρρίκνωση των διεθνών επενδύσεων τόσο το 1982-1983, όσο και στα τέλη της δεκαετίας του 80 και στις αρχές του 90, όταν η διεθνής οικονομία είχε κλυδωνιστεί από ανάλογες υφέσεις, αν και μικρότερου βάθους από τη σημερινή.

Όμως η πολύ μεγάλη πτώση των διεθνών ροών επενδύσεων που σημειώθηκε το 2001 δεν δικαιολογείται μόνο από τη μεταβολή του επιχειρηματικού κύκλου ή την ένταση της σημερινής κρίσης. Καθοριστικά σε αυτή την εξέλιξη λειτούργησε και το ξεφούσκωμα των χρηματιστηρίων. Ο μηχανισμός μέσω του οποίου η απαξίωση των μετοχών οδήγησε σε καθήλωση τις διεθνείς επενδύσεις δεν είναι τόσο προφανής. Αρχικά να διευκρινίσουμε ότι οποιαδήποτε αναφορά σε διεθνείς επενδύσεις, μόνο λόγω καθυστερημένων αντανακλαστικών δημιουργεί συνειρμούς ίδρυσης νέων εργοστασίων ή ακόμη και εμπορικών εγκαταστάσεων ή αποθηκών, αγοράς εξελιγμένου τεχνολογικά μηχανολογικού εξοπλισμού και άλλα τέτοια. Τέτοιους είδους επενδύσεις αφορούν ένα κλάσμα των συνολικών κεφαλαιακών ροών που εγγράφονται συμβατικά στα κονδύλια ξένες άμεσες επενδύσεις. Κατά βάση πρόκειται για εξαγορές και συγχωνεύσεις ή, με άλλα λόγια, για μεταβιβάσεις κεφαλαίων. Ενδεικτικά μόνο να αναφέρουμε ότι το 1999, η αξία των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων αντιπροσώπευε το 80% των άμεσων ξένων επενδύσεων. Παρότι λοιπόν αυτό το μέγεθος είναι πολύ πιο αντιπροσωπευτικό των εξελίξεων στην πραγματική οικονομία, απ όσο είναι οι λεγόμενες επενδύσεις χαρτοφυλακίου που περιγράφουν αγορές μετοχών και εταιρικών ή κρατικών ομολόγων, επί της ουσίας και οι ξένες άμεσες επενδύσεις ακροβατούν στις εσχατιές της χρηματιστηριακής φούσκας. Κι αυτό πληρώνεται. Όταν οι τιμές των μετοχών βρίσκονταν στη στρατόσφαιρα, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις δεν πληρώνονταν με μετρητά ή μέσω ανάληψης χρεών αλλά με μετοχές. Ούτως ή άλλως για τους ιδιοκτήτες τους ήταν τσάμπα από εκείνη την εποχή, πολύ πριν κοινωνικοποιηθεί η απαξία τους. Το τι συνέβη στη συνέχεια το περιγράφει η έκθεση του ΟΗΕ: «Το 2000, για παράδειγμα, οι μετοχές χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν περίπου το 44% όλων των συμφωνιών εξαγορών και συγχωνεύσεων στον κόσμο. Το 2001 η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών που ήταν εγγεγραμμένες στα έξι μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου συρρικνώθηκε κατά ένα τρίτο (από 29 τρισ. δολάρια στο αποκορύφωμα του 2000 σε 19 τρισ. στο βάλτο του Σεπτεμβρίου του 2001). Ως αποτέλεσμα η αξία των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων που περατώθηκαν μέσω ανταλλαγής μετοχών έπεσαν το 2001 στο 24% του συνόλου. Οι χαμηλότερες τιμές των μετοχών έκαναν πιο δύσκολο για τις εταιρείες να βρουν κεφάλαια μέσω έκδοσης μετοχών... Κατά συνέπεια η συνολική αξία των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων που ολοκληρώθηκαν το 2001 ήταν στα μισά επίπεδα από εκείνες του 2000.

Η παραπάνω αλληλουχία είναι ενδεικτική της σχετικής αυτονομίας της εικονικής χρηματιστηριακής οικονομίας από τη σφαίρα της πραγματικής συσσώρευσης. Η ληστεία των λαϊκών αποταμιεύσεων που έγινε τα προηγούμενα χρόνια ευνόησε τις μεταβιβάσεις κεφαλαίου και τη συγκεντροποίηση στο εσωτερικό του, επιταχύνοντας στο έπακρο τις σχετικές διαδικασίες, προς όφελος πάντα των δυναμικότερων τμημάτων που έκοβαν όσες μετοχές ήθελαν και όποτε ήθελαν, με ευκολία που θα ζήλευαν ακόμη και οι νομισματικές αρχές της Ελλάδας επί γερμανικής κατοχής. Όταν όλα τα αποθέματα αποταμιεύσεων τελείωσαν μαζί με τις αυταπάτες, οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί συγκεντροποίησης και επιτάχυνσης της διεθνοποίησης του πιο επιθετικού τμήματος του κεφαλαίου ανακόπηκαν ή, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του ΟΗΕ, «επέστρεψαν σε πιο φυσιολογικά επίπεδα». Με τη χρηματιστηριακή φούσκα λοιπόν επιταχυντή μέχρι το 2000 και τροχοπέδη ή καλύτερα μοχλό βίαιων αναδιαρθρώσεων από το 2001 και μετά, οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων εξακολουθούν να δίνουν μία αντιπροσωπευτική εικόνα του συσχετισμού δύναμης και επιρροής μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων και κρατών. Οι εκροές κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις από τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη (στο πλαίσιο των οποίων περιστρέφεται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων) μειώθηκαν κατά 55%. Από τις 26 συνολικά αναπτυγμένες χώρες, οι εισροές μειώθηκαν στις 23.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν η κύρια χώρα υποδοχής και εξόδου διεθνών κεφαλαίων, παρά τη μείωση που παρατηρήθηκε. Σημαντική μεταβολή σημειώθηκε στα κράτη που κρατούν τα ηνία των ξένων επενδύσεων στη μητέρα όλων των αγορών. Η Αγγλία, που ήταν μέχρι πρόσφατα ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής, κατατάσσεται πλέον στην πέμπτη θέση, ενώ στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ελβετία κι ακολουθεί η Γερμανία. Εντύπωση προκαλεί η σημαντική μείωση του μεριδίου που κατέχει η Ευρώπη στις επενδύσεις επί αμερικανικού εδάφους. Ενώ το 2000 το μερίδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανερχόταν στο 74% του συνόλου, το 2001 το μερίδιο αυτό μειώθηκε στο 48%. Έτσι όμως τουλάχιστον σε επίπεδο ποσοστών αποκαταστάθηκε η ισορροπία, εφόσον το ποσοστό των ευρωπαϊκών επενδύσεων ήρθε πιο κοντά στις αμερικανικές επενδύσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους, που φτάνουν το 40% του συνόλου. Δεύτερος πιο ελκυστικός τόπος για τις αμερικανικές επενδύσεις αναδείχθηκε η αγορά των χωρών που συγκροτούν τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA), που εκτός από τις ΗΠΑ περιλαμβάνει τον Καναδά και το Μεξικό. Εκεί κατευθύνθηκαν το ένα τέταρτο των συνολικών εξαγωγών κεφαλαίου των ΗΠΑ.

Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση το μεγαλύτερο μέρος των εκροών κεφαλαίων των κρατών μελών της παρέμεινε εντός των συνόρων της Ευρωπαίκής ένωσης, εκφράζοντας έτσι τη δυνατότητα ταχύτερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου που προσέφερε η κατάργηση των εσωτερικών δασμολογικών συνόρων. Δυνατότητα που με άλλα λόγια διευκόλυνε τα δυναμικότερα τμήματα του κεφαλαίου να μετακινούνται αναζητώντας καλύτερες αποδόσεις.

Έκπληξη αποτέλεσε η διεθνής κίνηση κεφαλαίου που καταγράφηκε με επίκεντρο την Ιαπωνία. Η μείωση που καταγράφηκε στις εισροές κεφαλαίου δεν θα ήταν άξια αναφοράς, αν δεν συνέβαινε για δεύτερο συνεχή χρόνο, μαρτυρώντας ραγδαία μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος. Το 2001, παρότι οι εγχώριες επενδύσεις μειώθηκαν, οι επενδύσεις στο εξωτερικό από την Ιαπωνία αυξήθηκαν κατά 21%, φτάνοντας τα 38 δισ. δολάρια, ενώ όλα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί απαράλλαχτη και στο μέλλον. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που μαρτυρά το βίαιο μετασχηματισμό της ιαπωνικής οικονομίας, καθώς το παραδοσιακό μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στην εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές εγκαταλείπεται και στη θέση του υιοθετείται ένα μοντέλο πιο αμερικανικό, με βάση το οποίο αξιόλογο μέρος της παραγωγής που ικανοποιεί την εγχώρια ζήτηση συντελείται στο εξωτερικό. Απότοκο αυτού του φαινομένου είναι και η μεγάλη αύξηση που καταγράφουν οι λεγόμενες αντίστροφες εισαγωγές. Οι εισαγωγές, δηλαδή, συγκεκριμένα στην Ιαπωνία προϊόντων που παράγουν ιαπωνικές φίρμες στο εξωτερικό, οι οποίες το 1999 έφτασαν το 15% των συνολικών εισαγωγών όταν μία δεκαετία πριν ήταν μόνο 4%. Στις ΗΠΑ αντίστοιχα το ποσοστό των αντίστροφων επί του συνόλου των εισαγωγών παρέμενε σταθερό όλη την προηγούμενη δεκαετία στο 20%. Είναι προφανές ότι η αύξηση που καταγράφουν οι διεθνείς επενδύσεις της Ιαπωνίας και η αντίστοιχη μεγέθυνση των αντίστροφων εισαγωγών μπορεί μακροπρόθεσμα να λειτουργούν αντισταθμιστικά στην ύφεση, άμεσα όμως οξύνουν την ανεργία και το κοινωνικό ζήτημα.

 

 

Η σιδερένια φτέρνα των πολυεθνικών

H πρόσφατη έκρηξη στη δραστηριότητα εξαγορών και συγχωνεύσεων, παρατηρεί η έκθεση του ΟΗΕ, έχει κάνει τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις μεγαλύτερες από ποτέ. Φαίνεται στην αξία και τον αριθμό των πράξεων εξαγορών και συγχωνεύσεων στις οποίες συμμετείχαν μερικές από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές. Για παράδειγμα, η ΒΡ για 98 διασυνοριακές εξαγορές από το 1987 μέχρι το 2001 ξόδεψε 94 δισ. Ποσό που σύμφωνα με εκτιμήσεις μας είναι ίσο με το 77% του ελληνικού ΑΕΠ...

Η έκπληξη που έκρυβε η λίστα με τις εκατό μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις του ΟΗΕ ήταν η εκτίναξη της τηλεπικοινωνιακής Βόνταφον, το 2000, στην πρώτη θέση. Μεταβολή πρόσκαιρη που έγινε στα απόνερα των στρεβλώσεων της Νέας Οικονομίας. Για τον ίδιο λόγο δεν προσφέρεται για συμπεράσματα και η αύξηση των στοιχείων ενεργητικού των εκατό μεγαλύτερων πολυεθνικών από το 1999 μέχρι το 2000 κατά 23%. Πολλά συμπεράσματα αντίθετα μπορούν να εξαχθούν από την αύξηση των πωλήσεων τους κατά 11% και την αύξηση της απασχόλησης μόνο κατά 6,5%. Συμπεράσματα που αφορούν την έκταση και το βάθος της εκμετάλλευσης που υφίστανται τα 14 εκατομμύρια εργαζομένων στις εκατό κορυφαίες πολυεθνικές. Εκμετάλλευση που δίνει τη δυνατότητα στις πολυεθνικές επιχειρήσεις να επεκτείνουν συνεχώς τις δραστηριότητές τους, ακόμη και σε καιρούς ύφεσης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι 65.000 πολυεθνικές που έχει καταγεγραμμένες στις λίστες του ο ΟΗΕ, οι οποίες διαθέτουν 850.000 θυγατρικές επιχειρήσεις, απασχολούν 54 εκατομμύρια εργαζομένους όταν οι πολυεθνικές του 1990 απασχολούσαν 24 εκατομμύρια. Οι επενδύσεις των πολυεθνικών επιχειρήσεων, αιχμή του δόρατος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, την ίδια περίοδο αυξήθηκαν από 1,7 τρισ. σε 6,6 τρισ. δολάρια. Οι πωλήσεις τους, που το 2001 έφτασαν τα 19 τρισ. δολάρια, την ίδια χρονιά ήταν διπλάσιες από τις παγκόσμιες εξαγωγές όταν το 1990 ήταν σχεδόν ισάξιες.

Σε ό,τι αφορά τις μεταβολές και τις ανακατατάξεις των κορυφαίων πολυεθνικών μονοπωλίων, αντιπροσωπευτικότερη εικόνα παρέχει η λίστα του αμερικανικού περιοδικού Φόρτσουν με τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου, που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο που πέρασε και αφορά τα στοιχεία του 2001. Έκδοση που περιέχει μεν τη βύθιση της Βόνταφον, αλλά δεν παύει κι αυτό να έχει την ηλεκτροπαραγωγική Ένρον που κατέρρευσε στην έκτη θέση... Η ανάλυση που παραθέτει ξεκινά ως εξής: «Ήταν ένα έτος ρεκόρ-ζημιών. Από τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι 297 είδαν τα κέρδη τους να πέφτουν. Τα συνολικά κέρδη του 2001 ήταν λιγότερα κι από τα μισά του προηγούμενου χρόνου. Η μεγαλύτερη, κι από απόσταση, πτώση απ όταν το Φόρτσουν ξεκίνησε να δημοσιεύει τη λίστα με τις 500 επιχειρήσεις». Ακόμη όμως και μέσα σε αυτό το τοπίο των ραγδαίων μεταβολών οι διαρκείς τάσεις είναι ευδιάκριτες. Αναφέρει το περιοδικό, με ιδιαίτερα ειρωνικό τρόπο: «Δεν υπάρχει ανησυχία που ο αριθμός των ιαπωνικών εταιρειών στη λίστα έχει πέσει από 149 σε 88 [...] Καθώς η Ιαπωνία έχει μειωθεί η Αμερική έχει ανέβει. Ο αριθμός των αμερικάνικων εταιρειών στη λίστα των 500 έχει αυξηθεί από 151 το 1995 σε 197 το 2001 [...] Η Ευρώπη πέφτει κάπου μεταξύ των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Οι 15 χώρες που συγκροτούν την ΕΕ έχουν 143 εταιρείες στη λίστα αυτού του χρόνου, λιγότερες από τις 155 του 1995 [...] Η λίστα αντανακλά ευρύτερες οικονομικές πραγματικότητες. Η Ευρώπη έχει αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ιαπωνία αυτή την περίοδο, αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο οι ΗΠΑ».

Όταν κάποιοι χάνουν, κάποιος κερδίζει...

04/10/2002
 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δωρεάν ανταποδοτική διαφήμιση (επικοινωνήστε με τον webmaster)